Ο ανθρώπινος αυτοθεραπευτικός μηχανισμός είναι ολοκληρωτικά διαμορφωμένος από τη γέννησή μας, οπότε μπορούμε να πετύχουμε αποτελέσματα ακόμα και από τη βρεφική ηλικία.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπ' όψιν το γεγονός ότι στα άτομα άνω των 75 ετών το αυτοθεραπευτικό σύστημα του οργανισμού φθίνει, με αποτέλεσμα την ύπαρξη περιπτώσεων κατά των οποίων η θεραπεία καθίσταται λιγότερο δραστική.
Ο εσωτερικός αυτοθεραπευτικός μηχανισμός που ενεργοποιείται διαμέσου της ρεφλεξολογίας είναι τόσο ισχυρός που δεν χρήζει καμιάς άλλης παράλληλης αγωγής. Στην περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει ήδη ξεκινήσει κάποια αγωγή της κλασσικής ιατρικής και κατόπιν επισκέπτεται τον ρεφλεξολόγο, δεν χρειάζεται να διακόψει τα φάρμακα και η ρεφλεξολογία δρα παράλληλα.
Υπάρχουν κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ρεφλεξολόγος δεν μπορεί να προσφέρει βοήθεια διότι τα φάρμακα αναστέλλουν τη θεραπεία του. Για παράδειγμα κάποια μυοχαλαρωτικά σκευάσματα έχουν ανασταλτική επίδραση έως και τέσσερις ημέρες μετά από την τελευταία λήψη, οπότε η ρεφλεξολογική αγωγή ξεκινά μετά από τη λήξη της δράσης τους.
Η θεραπεία της ρεφλεξολογίας πραγματοποιείται πάνω από τα ρούχα, απλώς για πρακτικούς λόγους είναι προτιμότερο η ένδυση του ασθενούς να αποτελείται από άνετα ρούχα όπως για παράδειγμα μια αθλητική φόρμα.
Αν και ολόκληρο το σώμα περιλαμβάνει αντανακλαστικές περιοχές, προτιμώνται τα άνω και κυρίως τα κάτω άκρα, διότι εμφανίζονται ως λειτουργικότερα για τη θεραπεία. Παράλληλα οι μύες των άκρων είναι ισχυροί, άρα και προτιμότεροι διότι παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή στις πιέσεις του ρεφλεξολόγου σε σχέση με αυτούς του κυρίως κορμού.
Φυσικοθεραπεία. Η ρεφλεξολογική μεθοδολογία διαφέρει από την φυσιοθεραπευτική προσέγγιση.
Μασάζ. Οι χειρισμοί του ρεφλεξολόγου διαφοροποιούνται από τις μαλάξεις ενός μασέρ.
Χορήγηση φαρμάκων. Μόνο οι γιατροί διαθέτουν αυτήν την αρμοδιότητα.
Σε μυοσκελετικά ζητήματα, τα οποία έχουν προέλθει από βαριά ατυχήματα (πτώσεις, αυτοκινητιστικά κλπ).
Σε βαριά ψυχωσικά σύνδρομα.
Σε δερματικές παθήσεις.
Στον καρκίνο, αν και μια ανακούφιση στα συμπτώματα μπορεί εύκολα δοθεί.
Τέλος, υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό ανθρώπων στους οποίους ο θεραπευτικός τους μηχανισμός παρουσιάζεται ως αδύναμος, με αποτέλεσμα η θεραπεία να καθίσταται ανεπαρκής.